πας

πας
(I)
πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ
(αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί
γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν
2. στον πληθ. α) (ονομ.) πάντες, πᾱσαι, πάντα
β) γεν. πάντων, πασῶν, πάντων, επικ. και ιων. τ. θηλ. πασέων, επικ. τ. θηλ. και πασάων
γ) δοτ. πᾱσι, πάσαις, πᾱσι, επικ. και δελφ. τ. αρσ. και ουδ. πάντεσσι, λοκρ. και δελφ. τ. αρσ. και ουδ. πάντεσι(ν) και πάντοις
δ) (αιτ.) πάντας, πάσας, πάντα
II. ΣΗΜ.: 1. όλος, ολόκληρος, σύμπας, ακέραιος (α. «θα σού πω την πάσαν αλήθεια» β. «τὴν φάτνην τῶν ἵππων ἐοῡσαν χαλκέην πᾱσαν», Ηρόδ.)
2. (επιτατ.) όσο το δυνατόν περισσότερος, μεγαλύτερος ή ισχυρότερος (α. «θα έλθω πάση θυσία» β. «μετὰ πάσης ἀδείας ἀσφαλῶς ἐν εὐδαιμονία τὰς ἑαυτῶν ᾤκουν πατρίδας», Δημοσθ.)
3. (επιμεριστικώς) καθένας, έκαστος (α. «κατά παν τέταρτον έτος» β. «φιλεῑ γὰρ πρὸς τὰ χρηστὰ πᾱς ὁρᾱν», Σοφ.)
4. (με αορστ. σημ.) οποιοσδήποτε (α. «πᾱς μὴ Ἕλλην βάρβαρος», παροιμ. φρ.
β. «οὐ παντὸς πλεῑν ἐς Κόρινθον», παροιμ. φρ.)
5. στον πληθ. η ολότητα, το σύνολο (α. «δεν είναι πάντες ευσυνείδητοι» β. «τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῑς πᾱσι βροτοῑς», Αισχύλ.)
6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πάντες
όλοι οι άνθρωποι, το πλήθος
7. το ουδ. ως ουσ. το παν
α) το όλον, η ολότητα, το σύνολο («η αρχή είναι το ήμισυ τού παντός»)
β) το σύμπαν, η πλάση, ο κόσμος («ο ποιητής τού παντός» — ο Θεός)
8. (το ουδ. στον πληθ. με επιρρμ. χρήση) τα πάντα
α) με κάθε τρόπο, από οποιαδήποτε άποψη («ὁ τὰ πάντα φιλαίτατος», Θεόκρ.)
β) ολοσχερώς
9. φρ. α) «διά παντός» — για πάντα, παντοτινά
β) «διά πασών» — βλ. διαπασών
νεοελλ.
1. (το θηλ. ως επιμεριστική αντων. για όλα τα γένη) κάθε («ξετελειωμένος βασιλιάς πλι' άξιος σε πάσα τρόπο», Ερωτόκρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κυριότερο σημείο, η ουσία πράγματος ή θέματος («το παν σε έκτακτες περιστάσεις είναι η ψυχραιμία»)
3. φρ. α) «μια για πάντα» ή «άπαξ διά παντός» — για μια και μοναδική φορά
β) «κατά πάντα» — από οποιαδήποτε άποψη
γ) «εν παντί» — σε οποιαδήποτε περίσταση
δ) «προ παντός» και «προ πάντων» ή «προπαντός» και «προπάντων» — κατά πρώτο λόγο, πρωτίστως, κυρίως
ε) «επί πάσι(ν)» — εκτός από όλα τα άλλα, επί πλέον, επιπροσθέτως
στ) «τέλος πάντων» ή «τελοσπάντων»
i) επιτέλους («θα σταματήσεις τελοσπάντων να μέ ενοχλείς;») ii) (ως κατακλείδα ομιλίας) λοιπόν
(νεοελλ.-μνσ.) φρ. «οι Άγιοι Πάντες» — το σύνολο τών γνωστών και άγνωστων άγιων ανδρών
αρχ.
1. ο κάθε είδους, παντοειδής («πρὸς οἶκον ἦλθε πᾱσαν εὔκλειαν φέρων», Σοφ.)
2. σε συνεκφορά με αριθμτ. σημαίνει τον ακριβή αριθμό («δέκα πάντα τάλαντα», Ομ. Ιλ.)
3. (το ουδ. στον πληθ.) πάντα
όλα ανεξαιρέτως τα συμβαίνοντα
4. φρ. α) «πᾱς τις» — καθένας ιδιαιτέρως
β) «δοκεῑ πάσαις [ταῑς ψήφοις]» — αποφασίζεται παμψηφεί
γ) «παντὸς μᾱλλον» — απολύτως, αναγκαίως
δ) «περὶ παντὸς ποιοῡμαι» — εκτιμώ περισσότερο από κάθε άλλο
ε) «οὐ πᾱς» — ουδείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πᾶς (< *πắντ-ς με αντέκταση), πᾶσα (< *πắνσα < *πắνσσα < *πắντyα), πᾶν (που, παρ' ότι βραχύ, πρβλ. αιολ. / δωρ. πάν, στην ιων. αττ. μακρύνθηκε αναλογικά προς το αρσενικό) συνδέεται πιθ. με τα τοχαρ Α' puk και το
χαρ. Β' pο, πληθ. ponta. Η μαρτυρία στη Μυκηναϊκή τών τ.: pate = πάντες, pasa = πᾶσα και pasi αποκλείουν την αναγωγή τού επιθ. σε ρίζα με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο και επομένως τη σύνδεση του με το ρ. πάομαι* «κατέχω, είμαι κύριος» ή με το λατ. quantus «πόσος, οπόσος». Κατ' άλλους, τέλος, το επίθ. πᾶς συνδέεται με το επίρρ. πυξ «με γροθιά» και το αριθμητικό πέντε (πρβλ. και αρχ. άνω γερμ. fust «γροθιά», χεττιτ. τ. panku «πας»), βλ. λ. πυξ. Το επιθ. πᾶς, πᾶσα, πᾶν εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. τής Ελληνικής με τις μορφές: α) παν- (και παγ- και παμ-) από το ουδ. παν (βλ. λ. παν-)
β) παντ(ο)- < θ. τής γεν. πᾶς, παντός (βλ. λ. παντ[ο]-)
και γ) πασι- < θ. τής δοτ. πληθ. πᾶσι (πρβλ. πασί-γνωστος, πασί-δηλος, πασι-φανής). Για τη σημασιολογική συνάφεια μεταξύ τών πᾶς και ὅλος βλ. λ. όλος.
ΠΑΡ. πανταχόθεν, πανταχού, πάντη, πάντοθεν, παντοίος, πάντως, πάνυ
αρχ.
πανταχή, πανταχοί, πανταχόσε, πανταχώς, πάντοθι, πάντοσε, παντότης
αρχ.-μσν.
πανταχόθι
μσν.- νεοελλ.
πάντα (Ι).
ΣΥΝΘ. (Για συνθ. με α' συνθετικό πᾶς βλ. λ. παν- και παντ[ο]-). (Β' συνθετικό) απαξάπας, άπας, σύμπας
αρχ.
ανάπας, έμπας, επίπας, πάμπαν, πρόπας, συνάπας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πᾶς — papa masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πᾶς τις αὐτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ. — πᾶς τις αὐτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ. См. Всякий сам себе ближе …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πάς — (II) ὁ, Α (κυπρ. τ.) βλ. παις. (III) ὁ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) (στους Συρακοσίους) «πατήρ» …   Dictionary of Greek

  • Πᾶς γὰρ τὸ οἰκεῖον ἔργον ἀγαπᾷ μᾶλλον ἢ. — См. Всякому свое мило …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται. — См. На покляпое дерево и козы скачут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λα Πας — (La Ρaz). Πόλη (793.000 κάτ. το 2002) της δυτικής Βολιβίας, διοικητική πρωτεύουσα του κράτους, καθώς επίσης και πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (133.985 τ. χλμ., 2.406.377 κάτ. το 2000). Βρίσκεται σε ύψος 3.625 μ., στους πρόποδες… …   Dictionary of Greek

  • Πέλοψ (-πας) — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, επώνυμος ήρωας της Πελοποννήσου. Γιος του Ταντάλου και της Κλυτίας ή Διώνης, υπήρξε ο γενάρχης των Πελοπιδών. Ενώ ήταν ακόμα παιδί, κατακρεουργήθηκε από τον πατέρα του, ο οποίος παράθεσε τα μέλη του σε συμπόσιο… …   Dictionary of Greek

  • πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάντα — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”